κάλυμμα

κάλυμμα
το (AM κάλυμμα) [καλύπτω]
1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.)
2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος
3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.)
νεοελλ.
1. (οικον.) το απόθεμα σε χρυσό ή σε άλλα πολύτιμα μέταλλα και σε μετατρέψιμο συνάλλαγμα που κρατείται στην εκδοτική τράπεζα ως εγγύηση τού χαρτονομίσματος το οποίο αυτή εκδίδει
2. φρ. γεωλ. «τεκτονικό κάλυμμα» — σειρά μεγάλων γεωλογικών στρωμάτων που έχουν αποκολληθεί από την αρχική τους θέση και έχουν μετατεθεί σε μεγάλη απόσταση
νεοελλ.-μσν.
(λειτ.) πολύτιμο ιερό ύφασμα με το οποίο καλύπτονται η αγία Τράπεζα, η αγία Πρόθεση και τα ιερά Σκεύη
αρχ.
1. το σκέπασμα τής κεφαλής τών γυναικών, λινό ύφασμα με το οποίο κάλυπταν την κεφαλή κατά την έξοδό τους από το σπίτι, καλύπτρα, πέπλο
2. είδος αλιευτικού διχτιού με σχήμα σάκου
3. το κρανίο, επειδή περιβάλλει τον εγκέφαλο
4. το κέλυφος καρπού, περικάρπιο
5. το μνήμα, ο τάφος
6. (για ψάρια) το κάλυμμα τών βραγχίων
7. (για οστρακόδερμα και κοχλίες) όστρακο
8. (για το μάτι) βλέφαρο
9. το κάλυμμα τής κηρύθρας
10. παραθυρόφυλλο, θυρόφυλλο
11. επιγρ. α) (για οροφή ή στέγη) σκέπασμα από σανίδες
β) πλάκα που χρησιμεύει για κλείσιμο κιβωτίου
γ) πλάκα που χρησιμοποιούνταν για λιθόοτρωση
12. καθετί που κάλυπτε και προφύλασσε το σώμα κατά τη μάχη, π.χ. ασπίδα, κράνος
13. το ιμάτιο που έριξε η Κλυταιμνήστρα στον σύζυγό της («αἰσχρῶς τε βουλευτοῑσιν ἐν καλύμμασιν», Αισχύλ.)
14. εκκλ. το σκέπασμα τών τιμίων δώρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάλυμμα — head covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυμμα — το σκέπασμα: Δε βάλατε κανένα κάλυμμα πάνω στο τραπέζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλωπεκίς — Κάλυμμα της κεφαλής κατασκευασμένο από δέρμα αλεπούς (αλώπηξ). Το χρησιμοποιούν συνήθως σε περιοχές της Ελλάδας όπου υπάρχει βαρύς χειμώνας (Θράκη, Ήπειρος). Το κάλυμμα έχει το σχήμα καπέλου, αλλά σε ορισμένες περιοχές χρησιμοποιείται και ως… …   Dictionary of Greek

  • κρήδεμνον — Κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο η καθεμία έδενε ανάλογα με την προτίμησή της. Συνήθως οι γυναίκες στερέωναν τα μαλλιά τους με ταινίες, τα στόλιζαν μπροστά με τον άμβυκα, τον οποίο τοποθετούσαν επάνω από το μέτωπο σαν …   Dictionary of Greek

  • φρύγιος πίλος — Κάλυμμα της κεφαλής, που το φορούσαν οι Φρύγες (κάτοικοι της αρχαίας Φρυγίας της Μικράς Ασίας). Ήταν ένας σκούφος σε σχήμα κόλουρου κώνου, συνήθως κόκκινου, που η κορφή του καμπτόταν ή έπεφτε προς τα εμπρός. Το είδος αυτό του καλύμματος το… …   Dictionary of Greek

  • κάλυμμ' — κάλυμμα , κάλυμμα head covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκρύφαλος — Κάλυμμα με το οποίο οι αρχαίες Ελληνίδες σκέπαζαν ή στόλιζαν τα μαλλιά τους. Η συνήθεια είχε ιωνική προέλευση. Ήταν μάλλινο ή μεταξωτό, με ζωηρό χρωματισμό ή και πολύτιμους λίθους. Σε ερυθρόμορφα αγγεία και σε λίγα μελανόμορφα αττικά υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

  • ωμοφόριο — Κάλυμμα των ώμων (σάρπα), άμφιο. Πρόκειται για στενόμακρο ύφασμα, πολυτελές και στολισμένο με σταυρούς και κρόσσια. Το φορούν οι αρχιερείς της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, έτσι ώστε το ένα άκρο του να κρέμεται μπροστά και το άλλο πίσω. * * * το /… …   Dictionary of Greek

  • καλυμμαύχι ή καμηλαύκι — Κάλυμμα της κεφαλής των ιερέων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έχει σχήμα κυλινδρικό με γείσο στο πάνω μέρος. Το κ. που φορούν οι Έλληνες κληρικοί είναι μαύρο, ενώ αυτό που φορούν οι κληρικοί των Σλαβικών Εκκλησιών είναι ιώδες. Κ., χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • καλυμμάτων — κάλυμμα head covering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”